Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Τα παιδιά μας στή δίνη της νέας εποχής




Του Κωνσταντίνου Γανωτή

«...᾿Εμεῖς, οἱ γονεῖς τῆς σύγχρονης νεολαίας, πυργώσαμε πάνω στὴ γῆ τὸν τερατώδη τεχνικὸ πολιτισμὸ μὲ ἀλαζονεία, ὥστε νὰ μᾶς χρησιμεύει πιὸ πολὺ γιὰ τὸ θάνατο παρὰ γιὰ τὴ ζωή.»
Παλαιότερα οἱ γονεῖς χαίρονταν τὰ παιδιά τους καὶ τὰ καμάρωναν, καθὼς μεγάλωναν καὶ φαίνονταν οἱ ἀρετές τους. Στὴν ἐποχή μας οἱ γονεῖς πανικοβάλλονται, καθὼς ἀντικρύζουν τὰ συμπτώματα τῆς ἐνηλικίωσης τῶν παιδιῶν τους. Πέρασε πιὰ ἡ ἐποχή, ποὺ τὰ παιδιὰ καυχῶνταν γιὰ τοὺς γονεῖς τους, γιὰ τὴν πατρίδα τους, γιὰ τὴ θρησκεία τους. Σὰν νὰ μὴν ἀνήκουν σὲ καμμιὰ κοινότητα, οἰκογένεια, πατρίδα, σὰν νὰ μὴ γεννήθηκαν μέσα σὲ μιὰ ζεστὴ ἀγκαλιὰ οἰκογένειας, νιώθουν τὰ παιδιὰ σήμερα σὰν ἄτομα χαμένα μέσα σ’ ἕνα ἀπρόσωπο σύνολο καὶ φτιάχνουν μόνα τους καὶ ἐπιλέγουν τὶς ὁμάδες γι’ αὐτό, ὅπου θέλουν νὰ ἀνήκουν. Κι ἐνῷ δὲν ἀναγνωρίζουν καμμιὰ ὑποχρέωσή τους τὰ σημερινὰ παιδιά, προβάλλουν διαρκῶς δικαιώματα καὶ ἀπαιτήσεις.

Βέβαια οἱ παραπάνω χαρακτηρισμοὶ καὶ περιγραφὲς ἀναφέρονται στὶς ἀκραῖες περιπτώσεις, οἱ ὁποῖες ὅμως γίνονται κάθε μέρα καὶ λιγότερο ἀκραῖες. Μόνο τὰ σχολικὰ βιβλία σήμερα νὰ διαβάσει κανείς, θὰ ἰδεῖ ὅτι ὁλόκληρη ἡ παιδεία ὁδηγεῖ σ’ αὐτὲς τὶς ἀκραῖες περιπτώσεις.

Καὶ οἱ γονεῖς σὰν ἥρωες τραγῳδίας προσπαθοῦν νὰ σύρουν τὰ παιδιά τους στὸν τρόπο ζωῆς, ποὺ ἔχουν συνηθίσει οἱ ἴδιοι καὶ ποὺ τὸν θεωροῦν ὡς τὸν μόνον ὀρθό. Καὶ δὲν ὑποψιαζόμαστε ὅτι μέσα σ’ αὐτὸ τὸ λεγόμενο συντηρητικὸ ἦθός μας κρύβεται ἡ ῥίζα καὶ ἡ αἰτία τῆς λεγόμενης προοδευτικῆς φιλοσοφίας, ποὺ διέλυσε τὶς οἰκογένειες κι ἐξαφάνισε τὴ χαρά, τὴν εὐθυμία, τὴν παρηγοριὰ ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων.

᾿Εμεῖς, οἱ γονεῖς τῆς σύγχρονης νεολαίας, πυργώσαμε πάνω στὴ γῆ τὸν τερατώδη τεχνικὸ πολιτισμὸ μὲ ἀλαζονεία, ὥστε νὰ μᾶς χρησιμεύει πιὸ πολὺ γιὰ τὸ θάνατο παρὰ γιὰ τὴ ζωή. ᾿Εμεῖς διατυπώσαμε καὶ ἐφαρμόσαμε τὴν ᾿Επικούρεια φιλοσοφία ζωῆς παζαρεύοντας τὶς ἡδονές μας σὰν τὸ μόνο κεφάλαιο εὐτυχίας. ᾿Εμεῖς φύγαμε καὶ πήραμε μαζί μας καὶ τὰ παιδιά μας ἀπὸ τὴν ἁπλή, τὴν ὑγιεινὴ καὶ πανέμορφη φύση καὶ τὰ στοιβάξαμε μέσα στὶς σύγχρονες τερατουπόλεις. ᾿Εμεῖς κατασκευάσαμε, ἀποδεχτήκαμε καὶ βάλαμε σὲ ἐνέργεια τὴν ἀχόρταστη πορνοψυχαγωγία καὶ τὴν χρηματοδοτήσαμε μὲ δισεκατομμύρια δολλάρια. ᾿Εμεῖς στήσαμε τοὺς πολέμους γιὰ τὸ χρῆμα, γιὰ τὸ πετρέλαιο, γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ὀνόματός μας. Μετατοπίσαμε τὴ σκέψη καὶ τὴν καρδιά μας ἀπὸ αὐτό, ποὺ ὁ λαὸς ἔλεγε καλὸ κι εὐλογημένο, στὴ σκοπιμότητα τοῦ κέρδους καὶ τῆς ἡδονῆς.

Καὶ γιὰ νὰ ἰδοῦμε πόσο παλιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ συμπυκνωμένη καὶ μεθοδευμένη ἁμαρτία, ποὺ τὴν κληρονομήσαμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τοὺς προγόνους μας, ἀλλὰ καὶ τὴν κληροδοτήσαμε στὰ παιδιά μας, ἂς διαβάσομε τὸν ἱστορικὸ τῆς ἀρχαιότητας Θουκυδίδη, ποὺ μᾶς μαρτυρεῖ στὸ Α´ βιβλίο του ’75 ὅτι οἱ ᾿Αθηναῖοι τοῦ χρυσοῦ αἰώνα οἱ ἴδιοι ὁμολογοῦν ὅτι καταδυναστεύουν καὶ ἀφανίζουν τοὺς ὑποδουλωμένους σ’ αὐτοὺς «συμμάχους», δηλ. τοὺς ἄλλους ῞Ελληνες, ὑποκύπτοντας σὲ τρία κίνητρα, στὴ δόξα, στὸ φόβο καὶ στὸ συμφέρον. ῎Ετσι ἀπολογεῖται ἡ κάθε κακὴ γενιὰ στὰ παιδιά της καὶ στὸν κόσμο ὅλο. Τί τὸ παράξενο λοιπόν, ἂν καὶ τὰ παιδιά μας ἐπικαλοῦνται τοὺς ἴδιους λόγους, γιὰ νὰ διεκδικήσουν κι αὐτὰ τὴν εὐτυχία τους, ὅπως τὴν ἀντιλαμβάνονται;

Εἴμαστε λοιπὸν μιὰ γενεὰ ἀναπολόγητη ἀπέναντι στὰ παιδιά μας καὶ γι’ αὐτὸ ἔνοχη. Τὰ παιδιά, ποὺ ἔχομε, εἶναι ὅσα ἐπιτρέψαμε νὰ γεννηθοῦν· τὰ ὑπόλοιπα τὰ θερίζομε σὲ ῥυθμὸ περίπου χίλια κάθε μέρα στὴν ῾Ελλάδα.

Κανένας ῾Ηρώδης καὶ κανένας σουλτάνος ἢ Χίτλερ ἢ Στάλιν δὲν μπόρεσε οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ ἐξοντώσει τόσα ἀνυπεράσπιστα ῾Ελληνόπουλα. Καὶ τὸ λεγόμενο δημογραφικὸ πρόβλημα μὲ τὰ παράγωγά του προβλήματα, τὸ ἐθνικὸ τὸ ἀσφαλιστικὸ κλπ., δὲν εἶναι τίποτε μπροστὰ στὸ ἠθικὸ καὶ ψυχικὸ πρόβλημα, ποὺ κρατᾷ καρβουνιασμένες τὶς ψυχές μας, τὶς ψυχὲς μαννάδων καὶ πατεράδων, παππούδων καὶ γιαγιάδων, ποὺ συνέπραξαν στοὺς φόνους αὐτοὺς ἑκατομμυρίων βρεφῶν.

῾Η ἀλαζονεία τοῦ πολιτισμοῦ ἔλυσε πολλὰ προβλήματα ἀλλὰ δημιούργησε περισσότερα καὶ μεγαλύτερα. ῾Η γυναικολογία λ.χ. μὲ τὴ βοήθεια καὶ τῆς παιδιατρικῆς περιόρισε πολὺ τὴν παιδικὴ θνησιμότητα ἀλλὰ αὔξησε τὶς ἐκτρώσεις. Καὶ ἡ μὲν παιδικὴ θνησιμότητα ἄφινε ἀθῷες τὶς καρδιὲς τῶν θλιμμένων γονέων, ἐνῷ οἱ ἐκτρώσεις τὶς ἀφίνουν νὰ καίγονται μέσα στὴν κόλαση.

Καὶ τονίζομε μὲ κάθε εὐκαιρία ὅτι ἡ ζωὴ στὴν ἐποχή μας εἶναι δύσκολη, ἔχει ἀπαιτήσεις καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ μεγαλώσει ἀξιοπρεπῶς πολλὰ παιδιά, γιατὶ δὲν θἄχει νὰ τοὺς δώσει τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια γιὰ τὴ ζωή. Καὶ τὰ λένε αὐτὰ παρὰ τὶς ἐπανειλημμένες διαψεύσεις ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, ποὺ δείχνει τὰ παιδιὰ τῶν πολυτέκνων οἰκογενειῶν νὰ γίνονται πιὸ προκομμένα, πιὸ εὐχαριστημένα ἀπὸ τὴ ζωή τους καὶ τὸ κυριότερο μὲ περισσότερη ψυχικὴ ὑγεία ἀπὸ τὰ ἄλλα παιδιά.

῞Ολα αὐτὰ εἶναι ἡ νέα ἐποχή, ποὺ ἐμεῖς παραλάβαμε καὶ τελειοποιήσαμε, γιὰ νὰ βάλομε τὰ παιδιά μας μέσα σ’ αὐτὴ καὶ νὰ ζήσουν. ῎Ερχονται ὅμως καὶ ἄλλες προσπάθειες πιὸ ὀργανωμένες, πιὸ μεθοδευμένες, γιὰ νὰ ὑλοποιήσουν τὸ κακὸ καὶ νὰ τὸ ντύσουν μὲ τὸ κῦρος τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς φιλοσοφίας. Εἶναι οἱ ὀργανωμένες προσπάθειες ποὺ ξεκινοῦν κυρίως ἀπὸ τὶς μεγάλες δυτικὲς χῶρες καὶ κυριεύουν τὴν παιδεία πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, τὰ μέσα ἐνημέρωσης καὶ ψυχαγωγίας, τὴ μόδα, τὴν τέχνη, τὴ θρησκεία καὶ γενικὰ ὅλο τὸ φάσμα τοῦ πολιτισμοῦ. ῎Εργο τους εἶναι νὰ κάνουν τὴ νέα γενιὰ νὰ σκέφτονται πάνω σὲ προδιαγεγραμμένες γραμμές, ὅπως δηλ. οἱ ὑπολογιστές, χωρὶς νὰ ἀναφέρονται στὴν ἀφετηρία μιᾶς ἀνάλυσης. ῎Ετσι θὰ σκέφτονται πάνω στὴ ζωὴ καὶ στὸν ἄνθρωπο, πάνω στὴ γραμμὴ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ζῷο ἐξελιγμένο μὲ ἐκλεπτυσμένες ἀνάγκες καὶ ἀπαιτήσεις. ῾Η ἠθική, ἡ θρησκεία καὶ ὅλες αὐτὲς οἱ «ἀνώτερες» ἐκδηλώσεις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δευτερογενεῖς προσθῆκες πάνω στὴν αὐθεντική του φύση σὰν κάποιες ἱκανότητες, ποὺ ἀποκτοῦν τὰ ζῷα τοῦ τσίρκου. ῞Ενας τέτοιος ἄνθρωπος ἐλαχιστοποιεῖ τὶς ἀναστολές του μπροστὰ σὲ ὁποιαδήποτε ἐπιθυμία του. Καὶ φυσικὰ ὅσοι παράγουν προϊόντα, ποὺ ἱκανοποιοῦν τὶς ἀτελείωτες ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων, ἔχουν νὰ κερδίσουν πολλὰ ἀπὸ ἕνα τέτοιου τύπου ἄνθρωπο. ῾Ο ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν θὰ μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ σὲ καμμιὰ διαφήμιση καὶ ἔτσι θὰ καταναλώνει πάντα ὅ,τι διαφημίζεται περισσότερο.

Αὐτὴ ἡ νέα τάξη στὴν παιδεία στοχεύει στὸν ἀφανισμὸ τῆς ἐθνικῆς ἱστορίας, τῆς ἐθνικῆς γλώσσας καὶ τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς στὰ σχολεῖα. Καὶ εἴδαμε πόσο μεθοδικὰ καὶ ἐπίμονα ἔκανε κιόλας τὸ ἔργο της καὶ καρποφόρησε μέσα στὴ νεολαία. Οἱ σκαπανεῖς αὐτῆς τῆς νέας ἐποχῆς μέσα στὴν παιδεία καὶ σὲ ὅλη τὴν κοινωνία εἶναι οἱ διανοούμενοι. Εἶναι οἱ διανοούμενοι, ποὺ σκέφτονται καὶ καλλιεργοῦν ἰδέες προσπαθῶντας νὰ φτιάξουν ἕναν κόσμο διαφορετικὸν ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ, ἕνα κόσμο ποὺ νὰ ἔχει αὐτοὺς ὡς Θεό. Τέτοιοι ἦταν οἱ σοφιστὲς στὴν ἀρχαία ᾿Αθήνα καὶ ὅλοι οἱ ἰδεολόγοι σὲ κάθε ἐποχή, ποὺ ὁ λαός μας τοὺς ὀνόμασε αἱρετικούς.

Οἱ αἱρετικοὶ αὐτοὶ τῆς νέας ἐποχῆς ὅπως καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν κερδίζουν ἀπὸ τὸ ἔργο τους τὴν ἑωσφορικὴ γλύκα τοῦ ἁλαζόνος, ποὺ μέσα στὴν ψεύτικη ἰδεολογικὴ κοινωνία, ποὺ κατασκευάζει, φαντάζει σὰν Θεός. Θύματα αὐτῶν τῶν αἱρετικῶν εἶναι ὅλοι, ὅσοι ἔχουν κι αὐτοὶ τὴ διάθεση νὰ πέσουν σ’ αὐτὴ τὴν κόλαση, ἀλλὰ δὲν ἔχουν τὴ δύναμη νὰ γίνουν αἱρεσιάρχες. ῾Απλῶς διαλέγουν αἵρεση ἀπ’ αὐτὲς ποὺ διαφημίζονται καὶ γίνονται ὀπαδοί. Καὶ συνήθως παρασύρονται ἀπὸ τὴν πιὸ πολὺ διαφημιζόμενη.

Οἱ πιὸ ἀποτελεσματικοὶ συνεργάτες αὐτοῦ τοῦ ὀργανωμένου ῥεύματος τῆς νέας ἐποχῆς εἴμαστε ἐμεῖς, τὸ ἀνώνυμο πλῆθος, ποὺ ἀνυποψίαστοι μέσα στὴ βολικὴ γιὰ τὴ νωθρότητά μας βλακεία καὶ ἄγνοια, ἀφινόμαστε στὸ ῥεῦμα σὰν τὰ φύλλα τοῦ φθινοπώρου στὸν ἄνεμο καὶ φυσικὰ ἐγκαταλείπομε καὶ τὰ παιδιά μας μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ῥεῦμα. ᾿Αφίνομε τὴν ἐκκλησιαστική μας ζωὴ νὰ ἐκπέσει σὲ μιὰ ἀόριστη θρησκευτικότητα, κρατᾶμε ἀπὸ τὴν ἐθνική μας ἱστορία μόνο μερικὰ συγκινητικὰ σύμβολα σὰν ἐκφυλισμένους θρύλους, περιορίζομε τὴ γλῶσσά μας μόνο σὰν μέσο συνεννόησης γιὰ καθημερινὲς ἀνάγκες καὶ διαβάζομε καὶ τραγουδᾶμε μόνον ὅ,τι μᾶς σερβίρει ἡ τηλεόραση. ῎Ετσι οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς παραγωγοὺς «πολιτισμοῦ» ἔχουν τὸ μέλλον τοῦ κόσμου στὰ χέρια τους.

Καὶ ὁ γονιός, ποὺ ἔχει χάσει τὴν πίστη του καὶ δὲν συγκινεῖται ἀπὸ τὸ χτύπημα τῆς καμπάνας, γιὰ νὰ σηκωθεῖ τὸ Κυριακάτικο πρωϊνὸ καὶ νὰ πάρει τὰ παιδιά του νὰ τὰ πάει στὴ θεία λειτουργία, γίνεται ὁ ἱεραπόστολος τῆς νέας ἐποχῆς στὰ παιδιά του. Καὶ χρησιμοποιῶ τὸν ὅρο ἱεραπόστολος, γιατὶ αὐτὴ ἡ προσφορὰ ἐκδούλευσης γίνεται δωρεὰν καὶ γιὰ νὰ πολεμήσει ὁ γονιὸς τὶς ἀναστολές του τὴν κάνει μὲ ζῆλο. ῎Ετσι κι ἂν τὸ παιδὶ ἐκδηλώσει ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία, ὁ συγχρονισμένος γονιὸς θὰ τὸ ἀποτρέψει. Γι’ αὐτοὺς εἶπε ὁ Χριστὸς· «῎Αφετε τὰ παιδία ἐκθεῖν πρός με».

Αὐτοὶ οἱ γονεῖς δὲν θὰ γιορτάσουν τὶς μεγάλες ἐκκλησιαστικὲς γιορτές μας καὶ δὲν θὰ ἀλλάξει ἡ ὄψη καὶ ὁ ῥυθμὸς τῆς ζωῆς μέσα στὸ ἀστικὸ σπίτι, γιὰ νὰ γίνουν αἰσθητὰ τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ Πάσχα. ῞Ενα πλουσιότερο γεῦμα καὶ μιὰ μακρινὴ ἐκδρομὴ θὰ εἶναι τὰ περισσότερα ποὺ θὰ κάνει στὶς γιορτὲς ἡ ἀστικὴ οἰκογένεια. Τὸ ἴδιο βέβαια θὰ γίνει καὶ μὲ τὶς ἐθνικὲς γιορτές. ῾Η ῾Ελληνικὴ σημαία δὲν θὰ στολίσει τὸ μπαλκόνι τοῦ ἀστικοῦ σπιτιοῦ.

῎Ετσι χάνει ἡ ζωὴ τὸ νόημά της καὶ τὰ πρόσωπα τὴν ἱερότητά τους. Τὰ παιδιὰ δὲν λογαριάζουν τὰ πρόσωπα ἀλλὰ τὶς ἡδονές, ποὺ ἀποκομίζουν ἀπ’ αὐτά. Κι ἐπειδὴ οἱ καρδιὲς ἀδρανοῦν ἀπὸ εὐγενικὰ συναισθήματα, ἔρχεται μιὰ κατάθλιψη καὶ πέφτει μέσα στὰ σπίτια αὐτά, μιὰ κατάθλιψη, ποὺ γέμισε τὶς ψυχιατρικὲς κλινικὲς μὲ νέους καὶ νέες. Ποιός δὲν ἔχει προσέξει ὅτι οἱ σημερινοὶ νέοι δὲν τραγουδοῦν πιά; ῾Οποιαδήποτε μουσικὴ ἀκούγεται εἶναι μόνο ἠλεκτρονική.

Αὐτὰ ὅλα τὰ ζοῦν καὶ τὰ αἰσθάνονται οἱ νέοι μας, ἀκόμα κι ἂν δὲν τὰ συνειδητοποιοῦν καὶ δὲν τὰ κρίνουν μέσα τους, γιατὶ δὲν ἔχουν ἐμπειρία διαφορετικῆς ζωῆς, γιὰ νὰ τὰ συγκρίνουν. Καὶ ἡ ἀβάσταχτη θλίψη τους γιὰ τὴ διάψευση τῶν ἐμφύτων μέσα στὸ ἀσυνείδητο ἀρχετύπων εἰκόνων τὰ ὁδηγεῖ στὰ παραισθησιογόνα. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι μὲ τὰ ναρκωτικὰ μπλέκουν κυρίως οἱ νέοι. Αὐτοὶ αἰσθάνονται ἀκόμα τὴν ἀρχέτυπη εἰκόνα τῆς ζωῆς καὶ νιώθουν προδομένοι. Οἱ μεγάλοι νιώθουν τὴ σκλήρυνση τῆς ἐνοχῆς μόνο. Κι ὅταν ἀνησυχοῦν γιὰ τοὺς νέους καὶ παλεύουν νὰ τοὺς ἀποεξαρτήσουν, δὲν ὑποπτεύονται ἢ δὲν θέλουν νὰ παραδεχτοῦν ὅτι βγάζοντάς τους ἀπὸ τὴν τάξη τῶν θυμάτων τὰ φέρνουν στὴν τάξη τῶν θυτῶν, ποὺ μάλιστα δὲν προκαλοῦν καμμιὰ συμπάθεια, ὅπως ὅταν ἦταν θύματα, οὔτε τοῦ ἑαυτοῦ τους.

Εἴδαμε τὰ δυτικὰ κράτη μεγάλα καὶ μικρὰ στοὺς τελευταίους πολέμους στὴ Γιουγκοσλαβία καὶ στὴ Μέση ᾿Ανατολὴ μέχρι τὸ ᾿Αφγανιστὰν νὰ μὴ διαθέτουν ἀνθρώπινο ἰδανικό, γιὰ νὰ πολεμήσουν, καὶ νὰ ἐξευτελίζονται ἀπὸ τοὺς ἄθλιους καὶ ἀλληλοσπαρασσόμενους λαούς, ποὺ δέχονταν τὴν τρομακτικὴ δύναμη ὄχι τῶν δυτικῶν «σταυροφόρων» ἀλλὰ τῶν ὅπλων τους, τὰ ὁποῖα συχνὰ πολεμοῦν μόνα τους. ᾿Απέναντι στοὺς νεαροὺς ῎Αραβες, ποὺ αὐτοκτονοῦν τραγουδῶντας, δὲν ἔχουν οὔτε ἕνα στρατιώτη πρόθυμο νὰ κινδυνέψει. Κι ἂν ἔλειπαν οἱ νηστικοὶ μετανάστες τῆς Λατινικῆς ᾿Αμερικῆς, γιὰ νὰ προσφέρουν μισθοφόρους, οἱ ᾿Αμερικανοὶ θὰ εἶχαν φύγει ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία, ὅπως ἔφυγαν καὶ ἀπὸ τὴν ᾿Ινδοκίνα.

᾿Αλλὰ τὸ προζύμι τῆς ἀγανάκτησης καὶ τῆς ἀπελπισίας φουσκώνει. Σὲ λίγα μόνο χρόνια τὰ παράλυτα χέρια τῶν σημερινῶν ἐξαρτημένων νέων δὲν θὰ μποροῦν νὰ κυβερνήσουν τὶς μηχανές. ῾Ο δυτικὸς κόσμος θὰ παραδοθεῖ ἀμαχητὶ στοὺς μετανάστες. Οἱ μετανάστες ἢδη ἐκπαιδεύονται στὴν ὑψηλὴ τεχνολογία. ῾Η Γερμανία γερμανοποιεῖ -ποιός θὰ τὸ πίστευε;- τοὺς Τούρκους μετανάστες καὶ προσκαλεῖ ᾿Ινδοὺς χειριστὲς τῶν ὑπολογιστῶν της. ῾Η νέα ἐποχὴ ἐκεῖ ὅπου πετυχαίνει περισσότερο, ἐκεῖ παραλύει τὴ ζωὴ τῶν θυμάτων της κι ἐκεῖ ποὺ βρίσκει ἀντίσταση θὰ ἀναδείξει νέους ἐπικοὺς ἥρωες. ῾Οπωσδήποτε στόν 21ο αἰῶνα ὁδηγούμαστε σὲ μιὰ ἔκρηξη, ἔκρηξη πιὸ ἔντονη ἀπὸ τοὺς παγκοσμίους πολέμους τοῦ 20οῦ αἰώνα.

῞Οταν οἱ μοναχικοὶ γέροντες ἔρημοι κι ἐγκαταλειμμένοι θὰ πεθαίνουν μέσα στὰ διαμερίσματα καὶ θὰ τοὺς καταλαβαίνουν ἀπὸ τὴ μυρωδιά τους, ὅταν ὁ μισὸς πληθυσμὸς κυρίως ὁ νεανικὸς θὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ μετανάστες, ὅταν ὁ στρατός μας θὰ εἶναι τραγικὰ ἀνεπαρκὴς καὶ θὰ βρεθοῦμε στὸ ἔλεος τῶν γειτόνων μας, ὅταν οἱ Οὐκρανές, Βουλγάρες, ῾Ρουμάνες καὶ ᾿Αλβανὲς ὑπηρέτριες θὰ πάρουν τὰ ἀκίνητα τῶν γερόντων, γιατὶ δὲν θὰ ἐπαρκοῦν οἱ συντάξεις τους γιὰ νὰ τὶς πληρώσουν, τότε δὲν θὰ χρειάζεται πιὰ τὸ Παιδαγωγικὸ ᾿Ινστιτοῦτο νὰ ἀφαιρέσει τὸν ἐθνικό μας ὕμνο ἀπὸ τὰ σχολικά μας βιβλία, γιατὶ σχεδὸν κανένας πιὰ δὲν θὰ θεωρεῖ τὸ ποίημα αὐτὸ σὰν ᾿Εθνικό του ὕμνο.

Σὲ κάποιο σημεῖο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς διαδικασίας αὐτῆς θὰ ξυπνήσουν κάποιοι σ’ αὐτὸν τὸν τόπο καὶ θὰ κάνουν τὴν ἐπανάσταση. Θὰ εἶναι οἱ πρῶτοι καὶ ἴσως οἱ μόνοι νέοι μας, ποὺ δὲν θὰ χρειάζονται ψυχίατρο.

Θὰ δεχτῶ ὅτι ὑπερβάλλω ἀπὸ ἀπαισιοδοξία καὶ ὅτι κινδυνολογῶ, ἄν διαπιστώσω ὅτι ἡ ἐπανάσταση αὐτὴ δὲν ἔχει ἀρχίσει. ᾿Αλλὰ ἔχει -δόξα τῷ Θεῷ- ἀρχίσει· ἀπόδειξη εἶναι αὐτὴ ἡ σελίδα καὶ τὸ ἐνδιαφέρον ἀναγνωστῶν νὰ τὴν διαβάσουν. Ζητῶ αὐτούς, ποὺ θ’ ἀγαπήσουν τὸ Χριστὸ μὲ συνέπεια καὶ θὰ κάνουν τὴ ζωή τους «θυσίαν ζῶσαν». Τότε θ’ ἀρχίσουν νὰ ἀναπαύονται καὶ τὰ παιδιά μας, θ’ ἀρχίσουν νὰ ντρέπονται, ν’ ἀγαποῦν, νὰ πιστεύουν, νὰ ὀνειρεύονται, ἐπὶ τέλους νὰ εὐτυχοῦν. Τότε θ’ ἀρχίσουν νὰ τραγουδοῦν ξένιαστα στοὺς δρόμους καὶ νὰ ξαναπαίζουν ἀθῷα στὶς γειτονιές.


Από το βιβλίο «Η εξομολόγηση ενός γονιού» που κυκλοφορείτε από τις εκδόσεις ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ σε Δ´ έκδοση.

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Ο καλός δάσκαλος κατά τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο

Ο καλός δάσκαλος κατά το Χρυσόστομο εμπνέει, προσελκύει και πείθει, (MG. 57327) Δεν είναι εγωιστής ούτε αλαζόνας, δε διακρίνεται για το εξουσιαστικό του ύφος, έχει πνεύμα μαθητείας, δεν περιαυτολογεί. Είναι ταπεινός έχοντας συναίσθηση των ατελειών και αδυναμιών του. Γνωρίζει καλά «ότι η επιείκεια είναι πιο δυνατή από τη βία», (MG. 57,61 ).
Ο παιδαγωγός πρέπει να επιδεικνύει δημοκρατικό πνεύμα και να σέβεται τη γνώμη των μαθητών του, ( MG. 60,35-36 ). Απέναντι τους να είναι απλός, ειλικρινής, απονήρευτος, άδολος. Να αποφεύγει την ειρωνεία και την υποκρισία. (MG. 61,404-406 ). Οι δάσκαλοι κατά τον Άγιο Πατέρα δεν πρέπει να είναι φορτικοί και πιεστικοί αλλά φιλόστοργοι. (MG. 62,402-403 ). Οφείλουν να υπερβάλλουν σε φιλοστοργία τους φυσικούς πατέρες. «Ο λόγος (του δασκάλου)», λέει ο Χρυσόστομος πρέπει να είναι «λόγος ανθρώπου που διδάσκει μάλλον παρά ελέγχει, που παιδαγωγεί παρά τιμωρεί, που βάζει τάξη παρά που διαπομπεύει, που διορθώνει παρά που επεμβαίνει στη ζωή του άλλου (του μαθητού)», (MG. 61 593-594).

Τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας για τους Τρεις Ιεράρχες είναι: η αγάπη, η ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου. Και οι τρεις τονίζουν πως η σχέση παιδαγωγού μαθητή είναι μια σχέση ελευθερίας και δημιουργίας. Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός της αγωγής. Η εξουσιαστικότητα και ο δογματισμός όχι μόνο δείχνουν έλλειψη αγάπης, (M.G. 62,404), αλλά και δε φέρνουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο εκπαιδευτικός οφείλει πρώτιστα να σέβεται το δώρο της ελευθερίας που χάρισε ο δημιουργός στα παιδιά και
να μη φυλακίζει τις ανησυχίες τους, αλλά να ανοίγει δρόμους.
Ανδρέα Χ.Αργυρόπουλου,Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών,Αθήνα 2009



Πηγή: http://synodoiporia.blogspot.gr



ΟΤΑΝ ΑΓΑΠΑΣ ΤΟΝ ΘΕΟ...

Ήταν μια μόνη γυναίκα. Ο άντρας της είχε πεθάνει χρόνια πριν. Το παιδί της στο εξωτερικό. Στην κρύα πολυκατοικία που έμενε, κανείς δεν της είχε δώσει σημασία. Η ίδια το προτιμούσε έτσι. Να είναι απαρατήρητη.
Ήρθαν και φέτος οι μέρες των γιορτών. Αλλά παρόλο που ήταν μόνη της, αυτή αισθανόταν μια ευτυχία.
Το βλέμμα της απέπνεε μια γαλήνη, μια ηρεμία. Μια γλυκιά αίσθηση πως όλα θα πάνε καλά.

Σηκώθηκε απ'την κουνιστή καρέκλα (παλιό δώρο του συζύγου της), άφησε στο πλάι το κομποσχοίνι της. Τα χείλη της χαμογελαστά -όπως πάντα- συνέχιζαν να ψελλίζουν: "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ με"... Ντύθηκε ζεστά, πήρε ένα ματσάκι χρήματα -οικονομίες 3 μηνών- και βγήκε απ'το σπίτι της. Κατευθύνθηκε στη στάση του λεωφορείου. Τι ευλογημένη στάση! Εκεί κάθε πρωί συνήθιζε να λέει τους Χαιρετισμούς στη Παναγιά.
Την μόνη κοντινότερη παρηγοριά της.

Μπήκε στο μεγάλο ναό στο κέντρο της μεγαλούπολης. Άφησε ένα μέρος απ'το ματσάκι με τα χρήματα υπέρ των φτωχών, αφού βεβα
ιώθηκε πως κανείς δεν την πρόσεξε. Ψέλλισε δύο λόγια καρδιακά και έφυγε με σταθερό βήμα.
Αγόρασε ένα φάκελο απ'το γωνιακό βιβλιοπωλείο και έβαλε μέσα λίγα χρήματα ακόμα και μια χριστουγεννιάτικη κάρτα με ευχές. Ο φάκελος, είκοσι λεπτά αργότερα, θα αφηνόταν διακριτικά κάτω απ'τη χαραμάδα της οικογένειας με τα πολλά προβλήματα.

Το τελευταίο υπόλοιπο απ'το ματσάκι το προόριζε για ψώνια στη λαϊκή. Ντομάτες, κρεμμύδια και άλλα λαχανικά. Λεφτά για κρεατικά ούτε λόγος.
"Εδώ ο κόσμος βουλιάζει οικονομικά και γω θα τρώω σα βασίλισσα;" μονολογούσε και έδιωχνε τους πειρασμούς.

Όμως, κι αυτό το μικρό ποσό δεν θα πήγαινε για τα ψώνια... Γιατί προοριζόταν για έναν φτωχό ζητιάνο στην άκρη του δρόμου. Ήταν στ'αλήθεια ζητιάνος ή επαγγελματίας ψεύτης;
Ούτε που την ένοιαζε. Φτάνει να γέμιζε με χαρά τον άνθρωπο. Τον συνάνθρωπο. Ούτε κρίση ούτε κατάκριση ούτε σκέψη καλή. Μη γνώτω η δεξιά σου...

Έφτασε στο σπίτι της κατάκοπη. Μα το χαμόγελο ακόμα θρονιασμένο στα παγωμένα χείλη της. Αγαπούσε το Θεό και τον συνάνθρωπό της και αυτό της αρκούσε. Ήταν ο λόγος για να προχωρεί και να ελπίζει.
Να ελπίζει και να εύχεται για όλους..

Πηγή: www.agioritikovima.gr

Τα οφέλη των Κατηχητικών Σχολείων στην οικογένεια

π. Γεωργίου Χριστοδούλου
Οι περισσότεροι γονείς στο άκουσμα περί κατηχητικών σχολείων δείχνουν μια αποστροφή αδικαιολόγητη. Ταυτόχρονα οι ίδιοι έχουν ήδη από την τάξη του νηπιαγωγείου σχηματίσει την καλύτερη γνώμη για τα παιδιά τους. Το παιδί μου είναι έξυπνο, καλό, κοινωνικό, έχει κάτι το ιδιαίτερο. Φράσεις που ακούμε συχνά σε συναναστροφές με άλλους γονείς. Πολλές φορές όμως ζούμε σε μια ψευδαίσθηση, σε μια ουτοπία. Φανταζόμαστε το παιδί μας ως μελλοντικό δικηγόρο, ως γιατρό ακόμη και ως πρωθυπουργό με οικονομική πάντοτε ευχέρεια. Δυσκολευόμαστε να δούμε το παιδί μας απλά ευτυχισμένο, σε ένα ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον, περιστοιχισμένο από καλοπροαίρετους ανθρώπους και με έναν καλό σύντροφο στο πλάι του. Στη διάρκεια όμως της σχολικής ζωής του δημοτικού σχολείου έρχονται και τα πρώτα σύννεφα προβληματισμού για τη συμπεριφορά του παιδιού μας. Η δασκάλα θα μας καλέσει και τότε θα ακούσουμε για πρώτη φορά ότι το παιδί μας έχει ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς(που δεν έχουν να κάνουν με θέματα που αφορούν την επίδραση ψυχολογικών και ψυχο-κοινωνικών προβλημάτων της οικογένειας στην εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς από τα παιδιά, όπως για παράδειγμα γονείς σε διάσταση ή γονείς χωρισμένοι, γονέας/ γονείς που κακοποιούν τα παιδιά κ.λπ).

Η αγωγή που δίδεται από το σπίτι στα παιδιά στις περισσότερες περιπτώσεις είναι η αγωγή της κοσμικής ζωής και της ευμάρειας με χαλαρούς ελέγχους και έλλειψη επικοινωνίας. Θέλουμε πάντα να δίδουμε στα παιδιά μας τα καλύτερα χωρίς στερήσεις ενώ αυτό στην πραγματικότητα δημιουργεί ανεξέλεγκτες καταστάσεις στην ψυχοσύνθεση του παιδιού και έχει ως συνέπεια να νομίζει ότι μπορεί να κάνει και να αποκτά ό, τι θέλει εύκολα και γρήγορα.

Πολλά από τα παιδιά που βίωσαν την αληθινή χαρά σε κάποιο κατηχητικό σχολείο της ενορίας τους, άλλαξαν με τον καιρό νοοτροπία και άρχισαν να βλέπουν τη ζωή κυριολεκτικά με άλλα ¨μάτια¨. Τα παιχνίδια τους π.χ. από βίαια και μοναχικά έγιναν πιο ομαδικά με περισσότερο ενδιαφέρον.
Τα μαθήματα γίνονται συνήθως σε χώρο του ναού με την επιτήρηση του υπευθύνου ιερέως νεότητας και από εξαίρετους κατηχητές/ριες διορισμένους από την εκάστοτε Μητρόπολη ή Αρχιεπισκοπή.

Πολλοί γονείς όμως ακόμη και σήμερα θεωρούν ότι τα κατηχητικά είναι ξεπερασμένα. Στην εποχή μας τα κατηχητικά σχολεία δραστηριοποιούνται δυναμικά μέσα στο πολιτισμικό κεφάλαιο ως έκφραση της κοινωνικοποίησης των παιδιών μέσω διαφόρων προγραμμάτων(κατασκήνωση στην πόλη, αθλητικές-εικαστικές δραστηριότητες, εκπαιδευτικές και ψυχαγωγικές εκδρομές κ.α) ενώ άπειρο κατηχητικό υλικό βρίσκεται διαθέσιμο στο διαδίκτυο.
Η ευρύτερη προσφορά του Κατηχητικού σχολείου στους νέους σήμερα, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στα εξής ακόλουθα: 1) καλλιεργεί την αγάπη για τον Θεό και το συνάνθρωπο 2) βοηθάει στη διάκριση των ποικίλων κινδύνων και παγίδων της ζωής 3)προσφέρει τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια για την αντιμετώπιση των δυσκολιών και αδιεξόδων που παρουσιάζονται στο διάβα της ζωής 4) καθοδηγεί στο δρόμο του ορθοδόξου χριστιανικού ήθους 5) διδάσκει το σεβασμό των αξιών της κοινωνίας μας 6) βοηθάει στην αποφόρτιση από την πίεση, το βάρος και την κούραση της καθημερινότητας 7)συντελεί στην κοινωνικοποίηση μέσα από το ομαδικό πνεύμα των συνάξεων και της ψυχαγωγίας και 8)συμπληρώνει το έργο των γονέων και των δασκάλων, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας υγιούς και ολοκληρωμένης προσωπικότητας.

Σε μια εποχή λοιπόν που τα ναρκωτικά κάνουν θραύση, η παραβατικότητα ανθεί και τα παιδιά μας απειλούνται ανά πάσα στιγμή και ώρα από ποικίλους κινδύνους είναι καιρός να σκεφθούμε να στείλουμε τα παιδιά μας στη θαλπωρή της Εκκλησίας, εκεί που υπάρχει αγάπη και ασφάλεια, εκεί που το παιδί μας θα αναπτύξει ισχυρό χαρακτήρα και θα μάθει να σέβεται τον εαυτό του και τους άλλους, να αγαπάει και να εκφράζει ελεύθερα τη σκέψη και τα συναισθήματά του. Το παιδί στο κατηχητικό σχολείο δεν έχει να χάσει τίποτα, ελάχιστες ίσως ώρες, οι οποίες όμως θα αποδειχθούν στο μέλλον βάλσαμο τόσο για το ίδιο και την οικογένειά του, όσο και για το σύνολο της κοινωνίας.




Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Ο Μπαρμπα - Πανώφ (βίντεο)

Ο Μ. Αλέξανδρος και οι τρεις τελευταίες επιθυμίες του


Ευρισκόμενος στα πρόθυρα του θανάτου, ο Μέγας Αλέξανδρος συγκάλεσε τους στρατηγούς του και τους κοινοποίησε τις τρεις τελευταίες επιθυμίες του.

Αυτές ήταν:

1] Να μεταφερθεί το φέρετρό του στους ώμους από τους καλύτερους γιατρούς της εποχής.

2] Τους θησαυρούς που είχε αποκτήσει [ασήμι, χρυσάφι, πολύτιμους λίθους] να τους σκορπίσουν σε όλη τη διαδρομή μέχρι τον τάφο του.

3] Τα χέρια του να μείνουν να λικνίζονται στον αέρα, έξω από το φέρετρο, σε θέα όλων.

Ένας από τους στρατηγούς, έκπληκτος από τις ασυνήθιστες επιθυμίες, ρώτησε τον Αλέξανδρο ποιοι ήταν οι λόγοι.

Ο Αλέξανδρος του εξήγησε:

1] Θέλω οι πιο διαπρεπείς γιατροί να σηκώσουν το φέρετρό μου, για να μπορούν να δείξουν με αυτό τον τρόπο ότι ούτε εκείνοι δεν έχουν, μπροστά στο θάνατο, τη δύναμη να θεραπεύουν!

2] Θέλω το έδαφος να καλυφθεί από τους θησαυρούς μου, για να μπορούν όλοι να βλέπουν ότι τα αγαθά που αποκτούμε εδώ, εδώ παραμένουν!

3] Θέλω τα χέρια μου να αιωρούνται στον αέρα, για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν ότι ερχόμαστε με τα χέρια άδεια και με τα χέρια άδεια φεύγουμε, όταν τελειώσει για εμάς ο πιο πολύτιμος θησαυρός που είναι ο χρόνος!


Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Επιστροφή από τον άλλο κόσμο

AΠO TO BIBΛIO «ΠIΣTH KAI ZΩH» TOY AΓIOPEITOY IEPOMONAXOY
ΠATPOΣ MAΞIMOY, TOY ΓEPONTOΣ IΩΣHΦ.

Συνέβη εις Mπαρναούλ Pωσίας
         
 ΄Hμουν άθεη. ΄Eβριζα το Θεό πολύ και φοβερά. Zούσα μέσα στη ντροπή και την πορνεία και ήμουν πνευματικά νεκρή στη γη. ΄Oμως ο ελεήμων Θεός δέν άφησε να χαθώ, αλλά με οδήγησε στη μετάνοια κατά τον εξής θαυμαστό τρόπο.
          Tο 1962 είχα καρκίνο και ήμουν άρρωστη επί τρία χρόνια. Aλλά δεν το έβαλα κάτω· εργαζόμουνα και έκανα θεραπεία σε γιατρούς, ελπίζοντας να βρω την υγειά μου. Tους τελευταίους έξι μήνες είχα αδυνατίσει πολύ, σε σημείο που ούτε νερό μπορούσα να πιω. Mόλις έπινα λίγο, αμέσως το έκαμνα μετό. Tότε με πήγανε στο Nοσοκομείο όπου, επειδή ήμουν πολύ δραστήρια, κάλεσαν από τη Mόσχα έναν Kαθηγητή και απεφάσισαν να με χειρουργήσουν.

          Mόλις όμως άνοιξαν την κοιλιά μου, αμέσως πέθανα. H ψυχή μου βγήκε από το σώμα, και στεκόταν ανάμεσα σε δυο γιατρούς. Mε μεγάλο φόβο και τρόμο κύτταζα την αρρώστια στο σώμα μου. Oλόκληρο το στομάχι και τα έντερα ήταν προσβλημένα από τον καρκίνο. Στεκόμουν και αναρωτιόμουν, γιατί είμαστε δύο; Iδέα δεν είχα, ότι υπάρχει και ψυχή. Oι άθεοι μας δίδασκαν, ότι δεν υπάρχει Θεός και ψυχή, και ότι αυτά είναι επινόηση των παπάδων, για να ξεγελάνε το λαό και να τον κρατάνε σε φόβο για κάτι που δεν υπάρχει.
          Mου έβγαλαν έξω όλα τα εντόσθια, και αναζητούσαν το δωδεκαδάκτυλο. Aλλά εκεί υπήρχε μόνο πύον. Tα πάντα ήτανε κατεστραμμένα· τίποτε δεν υπήρχε υγιές. Tότε είπαν οι γιατροί: «αυτή δεν έχει με τί να ζήσει». ΄Oλα τα έβλεπα με μεγάλο φόβο καί τρόμο, αλλά και πάλι συλλογιζόμουνα: «Πώς και από που είμαστε δύο, σώμα και ψυχή; Πώς γίνεται να στέκομαι όρθια και συγχρόνως να είμαι ξαπλωμένη»;
          Oι γιατροί τότε ξαναέβαλαν μέσα όπως-όπως τα εντόσθιά μου. Eίπαν, το σώμα μου να δοθεί στους νέους γιατρούς για διδασκαλία, και το μετέφεραν στο νεκροφυλάκειο. Πήγαινα κι εγώ κοντά τους, αλλά όλο απορούσα και σκεφτόμουνα: «πώς και από που είμαστε δύο»; Eκεί με άφησαν σκεπασμένη με ένα σεντόνι ως το λαιμό.
[   [   [
          ΄Yστερα βλέπω, ότι ήρθε ο αδερφός μου μαζί με το μικρό μου γυιο, τον Aντρούσκα, που ήταν έξι χρόνων. O γυιος μου πλησίασε το σώμα μου, με φίλησε στο κεφάλι, και άρχισε να κλαίει λέγοντας: «Mαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Eίμαι ακόμα μικρός, κι εγώ πώς θα ζήσω χωρίς εσένα; Πατέρα δεν έχω, και συ πέθανες»! Eγώ τότε τον αγκάλιασα και τον φίλησα, αλλά αυτός δεν αισθάνθηκε τίποτε. Oύτε με είδε, ούτε με πρόσεξε· μόνο κύτταγε το νεκρό μου σώμα. ΄Eβλεπα επίσης, ότι και ο αδερφός μου έκλαιγε.
          ΄Eπειτα με μιας βρέθηκα στο σπίτι μου. Eκεί είδα που ήρθε η πεθερά μου, από τον πρώτο μου γάμο, η μητέρα μου και η αδερφή μου. Tον πρώτο μου σύζυγο τον εγκατέλειψα, επειδή πίστευε στο Θεό. Tότε άρχισε η διανομή των πραγμάτων μου. Eγώ ζούσα πλούσια και με πολυτέλεια· αλλά όλα μου τα πράγματα τα απέκτησα με αδικία και πορνεία.
          H αδερφή μου άρχισε να αφαιρεί τα πιο ωραία από τα πράγματά μου, ενώ η πεθερά ζητούσε, να αφήσει κάτι και στο γυιο μου. Aλλά η αδερφή μου δεν έδινε τίποτε. Mάλιστα κορόϊδευε την πεθερά μου λέγοντας, «αυτό το παιδί δεν είναι από τον γυιο σου· και συ δεν του είσαι τίποτε». Eνώ αυτές εμάλωναν για τα πράγματά μου, είδα γύρω μας διαβόλους-σατανάδες να χορεύουν με χαρά. Ύστερα βγήκαν έξω και έκλεισαν το σπίτι. H αδερφή μου πήρε μαζί της ένα μεγάλο μπόγο μέ πράγματα δικά μου.

          Aφού συνέβησαν όλα αυτά, βρέθηκα ξαφνικά στον αέρα και βλέπω να πετώ, όπως με το αεροπλάνο. Aισθάνομαι ότι κάποιος με συγκρατεί και ότι υψώνομαι όλο και πιο πολύ. Bρέθηκα πάνω από την πόλη μου, η οποία σε λίγο χάθηκε από τα μάτια μου και απλώθηκε σκοτάδι. ΄Eπειτα άρχισε να έρχεται φως, που ήταν πάρα πολύ δυνατό και δε μπορούσα να το κοιτάξω. Mε έβαλαν πάνω σε μία μαύρη πλάκα πλάτους ενάμιση μέτρου.
          ΄Eβλεπα μία κοιλάδα με πλούσιο πράσινο χορτάρι, και κάτι πολύ χοντρόκορμα δέντρα με πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Aνάμεσα σε αυτά τα δέντρα υπήρχανε σπίτια, και μάλιστα καινούργια όλα, αλλά δεν είδα ποιοι ζούσαν μέσα. Σκέφτηκα, που να βρίσκομαι άραγε; Aν είμαι πάνω στη γη, τότε γιατί δεν υπάρχουν επιχειρήσεις ή εργοστάσια ούτε άλλα κτίρια; γιατί δέν υπάρχουν δρόμοι, ούτε συγκοινωνίες; Tι μέρος είναι τούτο χωρίς ανθρώπους, και ποιος τέλος πάντων να ζει εδώ;
[   [   [
          Λίγο πιο πέρα είδα να περπατάει μία ωραία ψηλή γυναίκα με βασιλικά φορέματα, κάτω απ΄ τα οποία φαίνονταν τα δάχτυλα των ποδιών της. Περπατούσε τόσο ανάλαφρα, που κάτω απ΄ τα πόδια της δεν λύγιζε ούτε το χορτάρι. Kαι κοντά της πήγαινε ένας νεαρός, που το ύψος του έφτανε ως τους ώμους της. Aυτός έκρυβε το πρόσωπό του με τα χέρια του και έκλαιγε πολύ πικρά παρακαλώντας για κάτι, αλλά δε μπορούσα να ακούσω για ποιο λόγο. Σκέφθηκα ότι θα είναι ο γυιος της, και μέσα μου διαμαρτυρήθηκα, γιατί δεν τον λυπάται και δεν του εκπληρώνει το αίτημα. Aυτός έκλαιγε και θρηνούσε, αλλά εκείνη δεν του εκπλήρωνε την αίτηση.
          (Σημείωση: Aπό όλα φαίνεται, ότι αυτός ο νεαρός ήταν ο φύλακας ΄Aγγελος της γυναίκας, που διηγείται το γεγονός. Kαι φανερώνει, το πόσο οι άγιοι ΄Aγγελοι φροντίζουνε για μας και τις ψυχές μας, χωρίς εμείς να το βλέπουμε).
          ΄Oταν αυτοί με πλησίασαν, ο νεαρός έπεσε μπροστά στα πόδια της και άρχισε μετά οδυρμών να την παρακαλεί εντονώτερα και να της ζητάει κάτι. Eκείνη τότε του απάντησε, αλλά εγώ δέ μπόρεσα να την καταλάβω. ΄Oταν ήρθανε κοντά μου, ήθελα να την ερωτήσω, που βρίσκομαι;
          Aλλά εκείνη τη στιγμή η γυναίκα σταύρωσε τα χέρια της, ύψωσε τα μάτια προς τον ουρανό και είπε: «Kύριε, που θα πάει η ψυχή αυτή έτσι όπως είναι»; Eγώ έτρεμα, και μόλις τώρα κατάλαβα ότι είχα πεθάνει, ότι η ψυχή μου βρισκότανε στον ουρανό και το σώμα μου έμενε στη γη. Tότε άρχισα να κλαίω και να οδύρομαι, οπότε ακούω μιά φωνή να λέει: «Eπιστρέψτε την στη γη για τις αγαθοεργίες του πατέρα της». Kαι άλλη φωνή απάντησε: «Bαρέθηκα την αμαρτωλή και διεφθαρμένη της ζωή. ΄Hθελα να την εξαφανίσω από προσώπου της γης χωρίς μετάνοια, αλλά με παρεκάλεσε γι΄ αυτήν ο πατέρας της. Δείξτε της όμως το μέρος, όπου άξιζε να πάει».   
[   [   [
          Aμέσως τότε, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα στην κόλαση. Eκεί άρχισαν να έρπουν μέχρις εμένα φοβερά πυρακτωμένα φίδια με μακριές γλώσσες, που ξερνούσανε φωτιά και άλλες σιχαμερές βρωμιές. H δυσωδία ήταν αβάσταχτη. Aυτά τα φίδια τυλίχτηκαν γύρω μου. Tαυτόχρονα παρουσιάσθηκαν ξαφνικά και σκουλήκια, χοντρά όσο τό δάχτυλο, με ουρές που κατέληγαν σε βελόνες και άγγιστρα. Aυτά έμπαιναν σε όλα μου τα ανοιχτά μέρη, στα αυτιά, τα μάτια, τη μύτη κλπ· έτσι με βασάνιζαν, κι εγώ κραύγαζα με φωνή δυνατή. Aλλά εκεί δεν υπήρχε από πουθενά ούτε έλεος ούτε βοήθεια.
          Eκεί είδα και μία γυναίκα, που πέθανε από έκτρωση. Mόλις παρουσιάσθηκε, άρχισε να ζητάει έλεος από τον Kύριο. O Oποίος όμως της απάντησε: «Eσύ, όσο ήσουνα στη γη, δεν με αναγνώριζες· σκότωνες τα παιδιά μέσα στην κοιλιά σου· κι επί πλέον έλεγες στους άλλους: “δεν πρέπει να γεννάτε παιδιά· τα παιδιά είναι περιττά”. ΄Oμως για μένα δεν είναι περιττά, διότι τα πάντα τα ρυθμίζω εγώ».
          Kαι σε μένα ο Kύριος είπε: «Eγώ σου έδωσα την αρρώστια για να μετανοήσεις, αλλά εσύ με έβριζες ως το τέλος της ζωής σου. Δεν με αναγνώριζες, και γι΄ αυτόν το λόγο ούτε κι εγώ σε αναγνωρίζω. ΄Oπως έζησες στη γη χωρίς Kύριο Θεό, έτσι θα ζήσεις κι εδώ».
[   [   [
          Mετά απ΄ αυτά, ξαφνικά όλα άλλαξαν. H βρώμα χάθηκε, καθώς και ο δυνατός οδυρμός. ΄Eνοιωσα πως πέταξα, και είδα την Eκκλησία μου που κορόϊδευα. ΄Aνοιξε η πύλη, καί βγήκε ο Iερέας ντυμένος στα άσπρα. Στεκόταν με σκυμμένο το κεφάλι, και κάποια φωνή με ρώτησε, «ποιος είναι αυτός»; Eγώ απάντησα, «ο Iερέας μας». Kαι η φωνή συνέχισε: «Eσύ έλεγες πως είναι χαραμοφάης, αλλά αυτός είναι ποιμένας πραγματικός, διότι δεν είναι μισθωτός. Γνώριζε πως, αν και κατά τον βαθμό είναι μικρός, ένας συνηθισμένος ιερέας, όμως υπηρετεί εμένα. Mάθε ακόμη και τούτο· αν δεν σου διαβάσει αυτός την ευχή της εξομολογήσεως, εγώ δεν θα σε συγχωρήσω».
          Tότε άρχισα να παρακαλώ: «Kύριε, γύρισέ με στη γη· έχω ένα γυιο μικρό». Kαι ο Kύριος απάντησε: «Ξέρω ότι έχεις ένα γυιο μικρό, και είναι κρίμα γι΄ αυτόν». «Kρίμα», είπα κι εγώ. Kι Eκείνος συνέχισε: «Eγώ σας λυπάμαι όλους, και μάλιστα τρεις φορές. Σας περιμένω όλους, πότε θα ξυπνήσετε από το αμαρτωλό σας όνειρο, να μετανοήσετε και να συνέλθετε».
          Tη στιγμή αυτή εμφανίστηκε πάλι η Mητέρα του Θεού, που νωρίτερα την αποκαλούσε «γυναίκα», και πήρα το θάρρος να την ερωτήσω: «Yπάρχει εδώ σε σας Παράδεισος»; Kαι αντί για απάντηση, ξαναβρέθηκα στην κόλαση. Tώρα ήτανε χειρότερα από ό,τι την προηγούμενη φορά.
[   [   [
          ΄Eτρεξαν οι δαίμονες ολόγυρά μου κρατώντας καταλόγους και, δείχνοντας τα αμαρτήματά μου, φώναζαν: «Eσύ εμάς υπηρέτησες, όσο ήσουνα στη γη». ΄Aρχισα να διαβάζω τα αμαρτήματά μου. ΄Oλα μου τα έργα ήτανε γραμμένα με μεγάλα γράμματα, και ένοιωσα φόβο τρομερό. Aπό τα στόματά τους έβγαινε φωτιά. Oι δαίμονες με χτυπούσανε στο κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν και κολλούσαν πυρακτωμένες σπίθες από φωτιά και με έκαιγαν.
          Γύρω μου ακούγονταν θρήνος φοβερός και πολλών ανθρώπων κοπετός. ΄Oταν η φωτιά δυνάμωνε, έβλεπα γύρω μου τα πάντα. Oι ψυχές είχαν όψη φοβερή· ήτανε σακατεμένες, με τεντωμένους λαιμούς και πρησμένα μάτια. Mου έλεγαν: «Eίσαι υποχρεωμένη να ζήσεις μαζί μας. ΄Oπως εσύ, έτσι κι εμείς· όταν ήμασταν στη γη, δεν αναγνωρίζαμε τον Θεό, Tον βρίζαμε και κάναμε κάθε κακό, πορνεία, υπερηφάνεια και άλλα, και ποτέ δεν μετανοήσαμε. ΄Oσοι αμάρτησαν αλλά μετάνοιωσαν, εκκλησιάζονταν, προσεύχονταν, ελεούσαν τους φτωχούς και βοηθούσαν όσους βρίσκονταν σε ανάγκη ή κακοτυχία, αυτοί είναι εκεί ψηλά». Eγώ πανικοβλήθηκα από τα λόγια αυτά. Mου φαινόταν ότι βρισκόμουνα στην κόλαση ολόκληρη ζωή, κι αυτοί μου λένε ότι θά ζήσω μαζί τους αιώνια.
[   [   [
          Mετά απ΄ αυτό εμφανίστηκε πάλι η Mητέρα του Θεού, καί απλώθηκε παντού το φως. Oι δαίμονες τράπηκαν σε φυγή και οι ψυχές, που βασανίζονται στην κόλαση, άρχισαν να κραυγάζουν ικετεύοντας για έλεος: «Oυράνια Bασίλισσα, μη μας αφήνεις εδώ». ΄H φώναζαν: «Mητέρα του Θεού, καιγόμαστε και δεν υπάρχει ούτε σταγόνα νερό».
          Eκείνη έκλαιγε! και μέσα από το κλάμα έλεγε: «΄Oσο ζούσατε στη γη, δεν με αναγνωρίζατε, ούτε μετανοούσατε για τις αμαρτίες σας στον Yιό μου και Θεό σας. Kι εγώ τώρα δεν μπορώ να σας βοηθήσω, δεν μπορώ να παραβώ την απόφαση του Yιού μου. Bοηθώ μόνο αυτούς, για τους οποίους παρακαλούν οι συγγενείς και για τους οποίους προσεύχεται η αγία Eκκλησία». ΄Yστερα απ΄ αυτό εμείς αρχίσαμε να υψωνόμαστε, ενώ αποκάτω έφταναν ως εμάς κραυγές γοερές: «Mη μας αφήνεις, Mητέρα του Θεού».
          Ξαναβρέθηκα πάνω στην ίδια πλάκα, ενώ γύρω μου ήτανε σκοτάδι. H Mητέρα του Θεού σταύ­ρωσε πάλι τα χέρια της, ύψωσε τα μάτια προς τα πάνω, και άρχισε να προσεύχεται λέγοντας: «τι να κάνω μ΄ αυτήν; που να τήνε βάλω»; Tότε μια φωνή απάντησε: «αφήστε την από τα μαλλιά στη γη». Kαι η Παναγία έφυγε ήσυχα από μια μισανοιγμένη πόρτα, πίσω από την οποία δεν έβλεπα τίποτε.
          ΄Eπειτα φάνηκαν δώδεκα άμαξες χωρίς τροχούς· κινούνταν αργά, κι εγώ τις ακολουθούσα. H Mητέρα του Θεού είπε, ότι η δωδέκατη άμαξα δεν έχει πάτο. Φοβόμουν να καθήσω σ΄ αυτήν, αλλά Eκείνη με έσπρωξε απ΄ αυτήν και βρέθηκα πάνω στη γη.
[   [   [
          Mετά απ΄ αυτό συνήλθα, κι ενσυνείδητα πλέον στεκόμουνα και κύτταζα. H ώρα ήταν μιάμιση μεσημέρι. Mετά από κείνο το φώς που είδα στον ουρανό, όλα πάνω στη γη μου φαίνονταν άσχημα. Δεν μου άρεσε που ήμουνα στη γη, αλλά και τι να κάνω; Eίπα μόνη μου στην ψυχή μου: «τώρα πήγαινε μέσα στο σώμα σου»!
          Tότε βρέθηκα στο νοσοκομείο, και πήγα στο ψυγείο όπου φύλαγαν τα πτώματα. ΄Hτανε κλειστό, αλλά μπήκα χωρίς εμπόδιο, και είδα εκεί το νεκρό μου σώμα. Tο κεφάλι μου ήταν γυρισμένο λίγο προς τα πλάγια, ενώ η μέση μου πιεζόταν από άλλα σώματα νεκρών του ψυγείου.
          Mόλις η ψυχή μου μπήκε στο σώμα, αμέσως ένοιωσα ψύχρα ισχυρή. Aπελευθέρωσα κάπως την πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα και έσφιξα τα γόνατα με τα χέρια. Eκείνη τη στιγμή άνοιξαν την πόρτα του ψυγείου, και έβαλαν μέσα κάποιον νεκρό. ΄Oταν άναψαν το φώς, με είδαν που ήμουν μαζεμένη και σκυμμένη, ενώ συνήθως βάζουν όλους τους νεκρούς ανάσκελα.
          Oι νοσοκόμοι βλέποντάς με έτσι φοβήθηκαν, και από το φόβο σκόρπισαν. Γύρισαν σε λίγο μαζί με δυο γιατρούς, που αμέσως διέταξαν να με βγάλουν έξω και να ζεσταθεί το μυαλό μου με λάμπες ηλεκτρικές. Στο σώμα μου υπήρχαν οχτώ τομές από νέους γιατρούς, που μάθαιναν και έκαναν πειράματα. Δύο ώρες μετά το ζέσταμα του κεφαλιού άνοιξα τα μάτια, και μόλις μετά από δώδεκα ημέρες μίλησα.
[   [   [
          Tο πρωΐ μου έφεραν τηγανίτες με βούτυρο και καφέ, αλλά, επειδή ήταν ημέρα νηστείας, τους είπα ότι δέν θέλω να φάω. Oι νοσοκόμοι έφυγαν, αλλά όλοι στο νοσοκομείο άρχισαν να με προσέχουν. ΄Hρθαν οι γιατροί και με ρώτησαν, γιατί δεν θέλω να φάω.
          Kι εγώ τους απάντησα: «Kαθήστε να σας διηγηθώ, τι είδε η ψυχή μου. ΄Oποιος δεν νηστεύει τις μέρες της νηστείας, αυτός θα φάει πράγματα βρωμερά και σιχαμερά. Γι΄ αυτό κι εγώ σήμερα δεν θα φάω, όπως και σε όλες τις νηστείες δεν θα αρτυθώ». Oι γιατροί από την έκπληξη τη μια κοκκίνιζαν, την άλλη κιτρίνιζαν, και οι ασθενείς με άκουγαν προσεκτικά.
          ΄Yστερα συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί, κι εγώ τους είπα, ότι δεν με πονάει τίποτε πλέον. Tότε άρχισε να έρχεται σε μένα κόσμος πολύς, κι εγώ διηγόμουνα σε όλους ό,τι είχε δει η ψυχή μου. Aλλά η αστυνομία άρχισε να διώχνει τον κόσμο, ενώ εμένα με μετέφεραν σε άλλο νοσοκομείο. Eκεί ανάρρωσα τελείως, και παρεκάλεσα τους γιατρούς να τακτοποιήσουν όσο το δυνατόν νωρίτερα τις τομές, που είχαν κάνει πάνω μου οι φοιτητές.
[   [   [
          Tότε με έβαλαν στο χειρουργικό τραπέζι και, όταν οι γιατροί άνοιξαν την κοιλιά μου, είπαν: «Γιατί χειρουργήσανε έναν άνθρωπο, που είναι τελείως υγιής»; Eγώ τους ρώτησα, ποια είναι η αρρώστια μου; Kι αυτοί απάντησαν: «τα εντόσθιά σας είναι υγιή και καθαρά, όπως του παιδιού». Tους είπα: «τα μάτια μου ήταν δεμένα κατά τη διάρκεια της εγχείρισης, αλλά παρ΄ όλα αυτά είδα το εσωτερικό μου, όταν η ψυχή μου είχε βγει από το σώμα και στεκότανε ψηλά στο ταβάνι».
          ΄Eπειτα ήρθε και ο γιατρός που είχε κάνει την εγχείριση. ΄Oταν με είδε από κοντά, είπε: «Που είναι η αρρώστια της; ΄Oλα της τα εντόσθια ήταν διαλυμένα, προσβεβλημένα από τον καρκίνο, και τώρα είναι τελείως καλά». Tου απάντησα: «O Kύριος και Θεός φανέρωσε το έλεός του πάνω σε μένα την αμαρτωλή, για να ζήσω ακόμη και να μαρτυρήσω στους άλλους τα όσα είδα και ό,τι μου συνέβη. EKEINOΣ, ο Kύριος και Θεός πήρε ό,τι κατεστραμμένο ήταν μέσα μου, και μου έδωσε καινούργια μέλη υγιή· αυτό σε όλους θα το διηγούμαι, ώσπου να πεθάνω».
          ΄Yστερα είπα στο γιατρό: «βλέπετε, πως γελασθήκατε»; Kι εκείνος είπε: «μέσα σου δεν ήταν τίποτε υγιές». «Tι νομίζετε τώρα;» τον ρώτησα εγώ. Eκείνος απάντησε: «σε αναγέννησε ο Yπέρτατος». Tότε είπα: «αν πιστεύετε σ΄ Aυτόν, κάντε το σταυρό σας και παντρευτείτε στην Eκκλησία. Aλλά ο γιατρός κοκκίνισε, επειδή ήταν Eβραίος. Πρόσθεσα επίσης: «γίνου αρεστός στον KYPIO και ΘEO».
[   [   [
          ΄Eπειτα άφησα το νοσοκομείο και κάλεσα τον Iερέα, που νωρίτερα κορόϊδευα και του έκαμνα επιθέσεις αποκαλώντας τον χαραμοφάη. Tου διηγήθηκα όλα όσα μου συνέβησαν, εξομολογήθηκα και μετέλαβα των αγίων Mυστηρίων του Xριστού. Στη συνέχεια τον κάλεσα κι ευλόγησε το σπίτι μου, διότι ως τώρα βασίλευε η μικρότητα, το μεθύσι, η μάχη και ο εμπαιγμός.
          Tώρα εγώ η αμαρτωλή Kλαυδία, που είμαι σαράντα χρόνων, με τη βοήθεια του Θεού και της ουράνιας Bασίλισσας ζω χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στην Eκκλησία, στο Nαό του Θεού, και ο Kύριος με βοηθάει. ΄Eχω επισκέπτες από  όλα τα μέρη του κόσμου, κι εγώ τους διηγούμαι όλα όσα μου συνέβησαν, ό,τι είδα και άκουσα. Mε τη βοήθεια του Θεού τους δέχομαι όλους και τους εξιστορώ, τι ήμουνα πριν, ό,τι μου συνέβη, και για ποιο λόγο είμαι τώρα πιστή.
          Aς είναι δοξασμένος Kύριος ο Θεός! ΄Oλους τους συμβουλεύω, να προσέχουνε πως ζούνε, διότι πραγματικά υπάρχει άλλος κόσμος και άλλη ζωή· ο καθένας θα δώσει λόγο για τα επί γης έργα του, και  ανάλογα με αυτά θα έχει πλήρως δίκαιη ανταμοιβή ή τιμωρία, και μάλιστα αιώνια. ΄Oλοι να ζήτε κατά Θεόν και χριστιανικά. Aμήν!
Oυστγιουζίνα Kλαυδίγια Nικίτσισνα
Mεταφρασμένο από τά ρωσικά.

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Αναπάντητες κλήσεις όλη μέρα κάθε μέρα ..


Σε κοίταξα όταν ξύπνησες το πρωί. Περίμενα να μου πεις δύο-τρεις λέξεις, ευχαριστώντας με για όσα σου συνέβαιναν, ζητώντας την γνώμη μου για ότι πρόκειται να κάνεις σήμερα.

Παρατήρησα ότι ήσουν πολύ απασχολημένος προσπαθώντας να βρεις τα κατάλληλα ρούχα για να πας στη δουλειά σου. Ήλπιζα να βρεις κάποιες στιγμές να μου πεις μια καλημέρα!


Αλλά ήσουν πολύ απασχολημένος. Για να δεις ότι είμαι κοντά σου, έφτιαξα για σένα τον πολύχρωμο ουρανό και το κελάηδημα των πουλιών. Κρίμα όμως που δεν παρατήρησες ούτε τότε την Παρουσία μου.

Σε ατένιζα όταν έφευγες βιαστικός προς τη δουλειά σου και πάλι περίμενα. Υποθέτω ότι εξαιτίας της απασχόλησης σου, δεν είχες χρόνο ούτε τότε να μου πεις δύο λόγια.

Όταν γυρνούσες από τη δουλειά είδα τη κούραση και το στρες σου και σου έστειλα ένα ψιλόβροχο για να σε απαλλάξει από την πίεση της ημέρας. Νόμιζα ότι κάνοντας σου αυτή τη χάρη θα με θυμηθείς.

Ως αντάλλαγμα όμως στενοχωρημένος, με έβρισες. Επιθυμούσα τόσο πολύ να μου μιλήσεις.

Οπωσδήποτε η ημέρα ήταν ακόμα μεγάλη. Άνοιξες μετά την τηλεόραση, και όταν παρακολουθούσες την αγαπημένη σου εκπομπή, εγώ περίμενα. Έπειτα δείπνησες με τους δικούς σου και για άλλη μια φορά δεν με θυμήθηκες.

Βλέποντας σε τόσο κουρασμένο κατάλαβα τη σιωπή σου και έσβησα τη λαμπρότητα του ουρανού για να μπορείς να ξεκουραστείς, αλλά δεν σε άφησα σε σκοτάδι πίσσα. Άφησα ξάγρυπνα για σένα πλήθος από αστέρια. Ήταν τόσο όμορφα, κρίμα που δεν τα παρατήρησες...αλλά δεν πειράζει!

Μήπως πράγματι συνειδητοποίησες ότι Εγώ είμαι εδώ για σένα; Έχω περισσότερη υπομονή από ό,τι εσύ μπορείς ποτέ να φανταστείς. Θέλω να σου το δείξω αυτό, για να το δείξεις και εσύ με τη σειρά σου στους γύρω σου.



Σ' αγαπώ τόσο πολύ ώστε θα σε ανέχομαι. Τώρα από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνήσεις πάλι. Δεν Μου μένει παρά να σ' αγαπώ και να ελπίζω ότι τουλάχιστον σήμερα θα Μου χαρίσεις λίγο χρόνο από το χρόνο σου.....






Ο Στοργικός Πατέρας σου
Θεός της Άπειρης Αγάπης



Πηγή : http://www.agioritikovima.gr